- ἰσομιλήσιον
- ἰσομιλήσιοςof Milesian fashionmasc acc sgἰσομιλήσιοςof Milesian fashionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισομιλήσιος — ἰσομιλήσιος, ία, ον (Α) όμοιος με Μιλήσιο ή με κάτι που ανήκει σε Μιλήσιο («ἰσομιλήσιον ἱμάτιον», Διόδ.) … Dictionary of Greek